συνηγεμών

συνηγεμών
-όνος, ὁ, Μ
ο από κοινού ηγεμόνας, αυτός που ασκεί εξουσία από κοινού με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἡγεμών].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συνηγήτωρ — ορος, ὁ, Μ συνηγεμών*, συναρχηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συνηγη τού συνηγοῦμαι + επίθημα τωρ (πρβλ. λέκ τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • συνηγεμονικός — ή, όν, Α [συνηγεμών, όνος] ο επίσης ηγεμονικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”